Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τελεάρχης — ὁ, Α βλ. τελάρχης … Dictionary of Greek
τελάρχης — και τελεάρχης, ὁ, Α διοικητής τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος «στρατιωτική δύναμη, μεραρχία» + άρχης*] … Dictionary of Greek